Γεννημένος στο Huşi στις 13 Σεπτεμβρίου 1899 ο Κορνήλιος από τον εθνικιστή δάσκαλο Ion Zelea Codreanu και την βαβαρικής καταγωγής Elise Brauner , σπούδασε Νομική στο Ιάσιο ξεκινώντας ταυτόχρονα την ενεργή εθνικιστική του δράση. Προηγουμένως όμως , μεταξύ των έντεκα (!) ώς και δεκαέξι ετών του , ασκήθηκε στην διάσημη στρατιωτική Σχολή Manastirea Dealului όπου έμαθε στην σκληρή πειθαρχία και διάφορες στρατιωτικές τεχνικές. Το 1916 χωρίς να βρίσκεται καν σε ηλικία στράτευσης βρέθηκε στο πλευρό του πατέρα του στον λόχο που διοικούσε , εγκαταλείποντας την οικογένειά του , λαμβάνοντας μέρος στον ρουμανο-αυστροουγγρικό πόλεμο.
Κατόπιν αυστηρής εντολής του πατέρα του αναγκάστηκε τελικά να επιστρέψει στην οικία του. Παρόλα αυτά το ανήσυχο πνεύμα του τον έκανε να βρίσκεται με το πέρας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σε Σχολή Αξιωματικών ως δόκιμος. Κατά την διάρκεια των σπουδών του (τα πρώτα χρόνια του Μεσοπόλεμου) η πατρίδα του είχε οδηγηθεί σε διάλυση εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης και των επαναλαμβανόμενων απεργιών. Μέσα στο γενικό χάος οι κομμουνιστές εμφανίζονταν όλο και πιο πολύ κηρύττοντας την διεθνιστική ιδεολογία τους. Ακόμα και στην Σχολή του , μεγάλος αριθμός καθηγητών του δήλωναν Μαρξιστές και καλούσαν τους σπουδαστές τους να τους ακολουθήσουν. Ανάμεσά τους όμως βρήκε τον ιδεολογικό μέντορά του , έναν ακαδημαϊκό καθηγητή τον Αλέξανδρο Κούζα (Alexandru C. Cuza).
Αηδιασμένος από την μαρξιστική ιουδαιοκρατία της εποχής του , ο Κοντρεάνου κατάρτισε ιδεολογικά τις θέσεις του επηρεασμένος από τα μεγαλύτερα Εθνικιστικά Κινήματα της Ευρώπης , κυρίως από το (ΡNF) Εθνικό Φασιστικό Κόμμα του Μουσολίνι αλλά και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών. Έγινε μέλος μιας τοπικής εθνικιστικής οργάνωσης της Φρουράς Εθνικής Συνείδησης του σωματώδους σιδηρουργού Constantin Pancu και σύντομα έκανε αισθητή την παρουσία του με την ακατάβλητή του δράση.
Μέσα σε έναν πολύ σκληρό Αγώνα που πολλές φορές τον έφερε αντιμέτωπο με ένοπλες ομάδες Εβραίων και Μπολσεβίκων , αποφοίτησε από την Νομική και έκανε αίτηση για μεταπτυχιακές σπουδές στην Γερμανία όπου συναντήθηκε με τους Γερμανούς Εθνικοσοσιαλιστές και τον Α. Χίτλερ. Όμως η φοιτητική του ζωή στην Γερμανία , διακόπηκε σύντομα έπειτα από την έντονη δράση του σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συμφοιτητές του. Επιστρέφοντας στην Ρουμανία ίδρυσε μαζί με τον καθηγητή Κούζα , μια πατριωτική χριστιανική οργάνωση γνωστή ως η Λίγκα Εθνικής κι Χριστιανικής Άμυνας.
Η οργάνωση αυτή, παρά τον δυναμικό της χαρακτήρα και την ευρεία αποδοχή της από την ρουμανική κοινωνία , δεν μπόρεσε τελικά να επικρατήσει έναντι της εβραϊκής παντοδυναμίας και της διαφθοράς που είχε πλήξει όλους τους τομείς της Ρουμανίας. Με την πάροδο του χρόνου σχεδόν διαιρέθηκε σε δυο μέρη , στους ακολούθους του συντηρητικού καθηγητή Κούζα και στους οπαδούς του ακτιβιστή Κορνηλίου Κοντρεάνου. Ο Κοντρεάνου στις 24 Ιουνίου του 1920 ίδρυσε, κατά την διάρκεια μιας σύναξης λίγων και πιστών οπαδών του , στα πρότυπα του Φαλαγγιτισμού την δική του οργάνωση , την Σιδηρά Φρουρά. Αυτό που έκανε το κίνημά του διαφορετικό με τα μέχρι τότε άλλα Εθνικιστικά Κινήματα , ήταν η απόλυτη προσήλωσή του στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ( που λειτουργικά ήταν κάτι παρόμοιο των Ρεξιστών του Λεόν Ντε Γκρέλλ στο Βέλγιο, με τον Καθολικισμό ) , η μεγάλη επιρροή που ασκούσε αυτός στις ιδεολογικές θεωρήσεις του ιδρυτή του αλλά και ο τρόπος που τον συνδύαζε με τις λαϊκές εθνικιστικές αντιλήψεις του.
Ο χώρος στον οποίο δραστηριοποιούταν για στρατολόγηση των Λεγεωνάριων του ήταν οι «χαμηλού επιπέδου» πολίτες (χωρικοί κι εργάτες) της Ρουμανίας , η λεγόμενη "συντηρητική" αντικομμουνιστική μερίδα που αντιστεκόταν στην πολιτική ισοπέδωση (τον καπιταλισμό και τον κοινοβουλευτισμό) και οι νεαροί φοιτητές. Το Κίνημα του άρχισε να αυξάνεται με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας του, λαμβάνοντας μέρος σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες κι αποτύγχανε ευρισκόμενο αντιμέτωπο με όλες τις «δημοκρατικές» δυνάμεις. Ο Κοντρεάνου όμως και οι Λεγεωνάριοί του δεν έθεταν τέρμα στον Πόλεμο που είχαν επιδοθεί με το Σύστημα και τελικά μετά από τιτάνια προσπάθεια (Δεκέμβριος του 1937) κατόρθωσαν να εκλέξουν βουλευτές και να φθάσουν τρίτοι σε εκλογική δύναμη.
Με την αύξηση του αριθμού τους και της επιρροής τους στην ρουμανική κοινωνία και την πολιτική τους επιτυχία, οι Λεγεωνάριοι Εθνικιστές ονόμασαν Αρχηγό (Capitan) τον Κοντρεάνου , τίτλο που κράτησε μέχρι την φυλάκιση και την τελετουργική δολοφονία του στις 30 Νοεμβρίου 1938 από το αστικό καθεστώς του Βασιλέα της Ρουμανίας Καρόλου του 2ου, κατόπιν μιας μεγάλης εις βάρος του συνομωσίας που πίσω της κρυβόταν η εβραία ερωμένη του βασιλιά Madga Lupescu αλλά και μεγάλο μέρος ορθόδοξων κληρικών.
Ο Ηρωικός κι Επαναστατικός του Αγώνας «αγιοποιήθηκε» μετά τον Θάνατό του οπότε και οι συνεχιστές του Έργου του ίδρυσαν την Mişcarea Legionară του Gigi Becali (και αργότερα το Noua Dreapta), σαν την συνέχεια της Σιδηράς Φρουράς του , τα μέλη της οποίας κυνηγήθηκαν ανηλεώς μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά φυσικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.