Η ικανότητα στα όπλα και το σαρκικό πάθος ορίζουν το πλαίσιο της Εγκόσμιας Ιπποσύνης. Τα πολεμικά παιχνίδια και το κυνήγι της ηδονής στη γη συμπληρώνουν την αναζήτηση της γνώσης και την επιδίωξη της αρετής στον ουρανό.
Αν η Ουράνια Ιπποσύνη προστατεύει τα υψηλά ιδανικά και το Φως του Απόλλωνα, η Επίγεια Ιπποσύνη καλλιεργεί την πολεμική αρετή και το Διονυσιακό Πάθος. Αν το Άγιο Δισκοπότηρο οριοθετεί την ανώτερη διάσταση των χριστιανών milites, το γυναικείο αιδοίο καθορίζει την πίστη των ερωτευμένων ιπποτών. Κι αν ο Γκάλαχαντ, ο Πέρσιβαλ κι ο Μπορς εκπροσωπούν την ιερή φρουρά, οι αντίστοιχοι ανίκητοι ιππότες επί γης είναι ο Λάνσελοτ, ο Τριστάνος και ο Λάμορακ.
Ο Λάνσελοτ, ο Τριστάνος και ο Λάμορακ ήταν οι ικανότεροι μαχητές και οι διασημότεροι παράνομοι εραστές. Ήδη στην αρχή των θρύλων, ο ίδιος ο Αρθούρος ήταν καρπός ενός παρόμοιου έρωτα ... του τυφλού πάθους του Ούθερ Πεντράγκον γιά την Ιγκρέιν, γυναίκα του Δούκα του Τίντατζελ.
Ο Λάνσελοτ ντι-Λέικ, ο λευκός ιππότης, γιός του βασιλιά Μπαν του Μπένγουικ και πατέρας του Γκάλαχαντ, υπήρξε εραστής της βασίλισσας Γκουίνεβιαρ, γυναίκας του καλύτερου φίλου του και ανώτατου βασιλιά.
Ο Τριστάνος ντε-Λιονές δοκίμασε το μαγικό φίλτρο της αγάπης και ερωτεύθηκε την Ιζόλδη, γυναίκα του θείου του βασιλιά Μαρκ της Κορνουάλης, ενώ και παλαιότερα λένε πως ήταν ερωτευμένος με τη σύζυγο του ιππότη Σεγκβάριντες.
Ο Λάμορακ ντε-Γκέιλζ, γιός του βασιλιά Πέλινορ και αδερφός του Πέρσιβαλ, αποκαλούμενος και ιππότης με την κόκκινη ασπίδα, ήταν εραστής της βασίλισσας Μαργκόζ, γυναίκας του βασιλιά Λοτ του Όρκνι.
«Πώς είναι δυνατόν να είσαι άξιος ιππότης και να μην είσαι ερωτευμένος;» αναρωτιόταν ο Τριστάνος συνομιλώντας με τον ιππότη Ντίνανταν. Η ωραία Ιζόλδη συνεχίζοντας την ίδια συζήτηση απορούσε και τον ξαναρωτούσε: «Πώς μπορείς να είσαι ιππότης και να μην είσαι εραστής ; Δεν είναι ντροπή;»
Αυτό ήταν το το μυστικό της ανώτερης δύναμης των αμαρτωλών. Νικούσαν γιά να διατηρούν το θαυμασμό των αγαπημένων κυριών τους και τα κατορθώματά τους ήταν μεγάλα.
Ο Λάνσελοτ ντι-Λέικ ήταν ο απόλυτος ιππότης. Έλαβε μέρος σε αμέτρητες μάχες, σκότωσε γίγαντες και εξόντωσε τον δράκοντα που ξερνούσε φωτιά και κατοικούσε στον βρωμερό τάφο. Στο Νησί της Χαράς νίκησε σε κονταρομαχία πεντακόσιους ιππότες μέσα σε τρείς ημέρες. Οι ιστορίες του δεν έχουν τέλος.
Ο Λάμορακ ντε-Γκέιλζ ήταν ο καλύτερος κονταρομάχος, ανίκητος σχεδόν σε όλους τους αγώνες. Στο Κάμελοτ νίκησε τον Γκάουεϊν και τους αδερφούς του κι άλλους δώδεκα ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Στο κάστρο της Μόργκαν λε-Φε νίκησε δώδεκα ιππότες αλλά και τον ιππότη Ντίνανταν και τον σαρακηνό ιππότη Παλόμιντες όταν νόμισε πως τον υποτίμησαν. Στους οκταήμερους αγώνες της χώρας Σούρλουζ, κέρδισε το δεύτερο βραβείο της γιόστρας ενώ καλύτερός του αναδείχτηκε μόνον ο Λάνσελοτ. Κάποτε νίκησε τριάντα ιππότες του βασιλιά Μαρκ κι έπεσε στο τέλος μόνον από τον Τριστάνο. Στο δάσος του κάστρου Πέριλους όμως νίκησε σε κονταρομαχία και τον Τριστάνο κι έπειτα σε ισόπαλη μονομαχία με σπαθιά ορκίστηκαν από αλληλοσεβασμό να μην αναμετρηθούν ποτέ ξανά μεταξύ τους.
Ο Τριστάνος ντε-Λιονές ήταν επίσης απαράμιλλος πολεμιστής, ισάξιος των άλλων δύο στις γιόστρες. Κάποτε, τέσσερις ώρες μονομαχούσαν με τον Λάνσελοτ, αμίλητοι χωρίς κανείς να νικάει και στο τέλος ισόπαλοι, γονατιστοί και ματωμένοι πρόσφεραν ο ένας στον άλλον τα σπαθιά τους. Ο Τριστάνος όμως ήταν και σπουδαίος αρπιστής και πρότυπο των κυνηγών. Διάσημος γιά την ικανότητά του να φυσάει το κυνηγετικό κέρας σε κάθε δυνατό τόνο και ένταση, αυτός πρώτος καθιέρωσε το κυνήγι με γεράκι και αντιστοίχισε τα φυσήματα του βούκινου με τα διαφορετικά κυνηγετικά παραγγέλματα.
Και οι τρείς τους έμειναν αξέχαστοι όχι μόνον γιά τα ανδραγαθήματα αλλά επίσης γιά τα παθήματα του έρωτα.
Ο Λάνσελοτ ξεγελάστηκε με μάγια και απάτη και πλάγιασε με την Ιλέιν, την κόρη του βασιλιά Πέλες του Παράξενου Πύργου, νομίζοντας πως ήταν η Γκουίνεβιαρ. Κι όταν και δεύτερη φορά τον ξεγέλασαν γιά να πλαγιάσει μαζί της και το ανακάλυψε η Γκουίνεβιαρ, η τρέλα που τον κατέλαβε κράτησε δύο χρόνια. Γυρνούσε από τόπο σε τόπο, άοπλος με σαλεμένο μυαλό και χρειάστηκε η παρέμβαση του Γκράαλ γιά να γιατρευτεί.
Παρομοίως, όταν ο Τριστάνος παρεξήγησε την Ιζόλδη γιά απιστία με τον ιππότη Κεχίντιους, έβγαλε την πανοπλία του και τριγυρνούσε μέσα στο δάσος μισόγυμνος, κλαίγοντας και παίζοντας άρπα σαν κυνηγημένος τρελός.
Κι o Λάμορακ είδε την αγαπημένη του να σφάζεται από τον ίδιο της τον γιό και λούστηκε στο αίμα της όταν ο Γκάχερις τους έπιασε γυμνούς, μαζί στο κρεβάτι. Κι από τότε τριγυρνούσε ντροπιασμένος και με τσακισμένη καρδιά.
Τραγικό ήταν και το τέλος τους.
Ο Τριστάνος δολοφονήθηκε από τον βασιλιά Μάρκ καθώς έπαιζε αμέριμνος την άρπα του.
Τον Λάμορακ τον σκότωσαν σε ενέδρα ο Γκάουεϊν, ο Γκάχερις, ο Μόρντρεντ και ο Άγκραβεϊν.
Όσο γιά τον Λάνσελοτ .... είναι γνωστό πως δεν αξιώθηκε τη λύτρωση του Δισκοπότηρου κι όταν τέλειωσε η αναζήτηση, λησμόνησε τις υποσχέσεις του γιά κάθαρση κι ενέδωσε ξανά στον μεγάλο του έρωτα.
Μετά τον θάνατο του Αρθούρου, πήγε και βρήκε την Γκουίνεβιαρ, καλόγρια στο μοναστήρι του Άλμεσμπερι κι ακόμη και τότε της ζήτησε να τον φιλήσει γιά τελευταία φορά. Έπειτα φόρεσε το ράσο στο ξωκλήσι κοντά στο Γκλάστονμπερι κι έμεινε εκεί σαν ασκητής ενώ αργότερα χειροτονήθηκε και πέθανε ιερέας κι όχι πολεμιστής.
Αυτός ήταν ο κόσμος των ονείρων της επίγειας ιπποσύνης, γεμάτος μεγάλα κατορθώματα και πικρή αγάπη.
Αληθινά ήταν τα λόγια του Παλόμιντες προς τον Τριστάνο....πως η αγάπη είναι ελεύθερη γιά όλους τους ανθρώπους και πως ακόμη κι αν η Ιζόλδη δεν τον θέλει αυτός θα την αγαπά ως την τελευταία του πνοή ...
Αληθινό ήταν και το μαγικό κύπελλο της Μόργκαν λε-Φε, που αποκάλυπτε τις άπιστες κυρίες στους άνδρες τους, αυτό που το δοκίμασαν εκατό στην αυλή του βασιλιά Μαρκ και μόνον τέσσερις βρέθηκαν πιστές ...
Τι κι αν οι ιππότες ορκίζονταν στο σταυρό του ξίφους τους. Όταν ξύπναγε μέσα τους αβάσταχτος ο έρωτας έχαναν την επαφή τους με τον κόσμο. Ερωτομαγεμένοι ξεπέζευαν, ξαρματώνονταν και τριγυρνούσαν στα αδιαπέραστα δάση με σαλεμένα τα λογικά ... Η αγνότητα παρέμενε άπιαστο προνόμιο της ουράνιας ιπποσύνης.
Ο αγαθός Πέρσιβαλ μπορεί να ελευθέρωσε τον Τριστάνο από το κάστρο που τον είχε φυλακίσει ο Μάρκ, αλλά ήταν πολύ τίμιος γιά να πιστέψει πως ο φίλος του είχε ερωμένη τη γυναίκα του θείου του.
Ο Λάνσελοτ μόνον είχε επίγνωση της αμαρτίας κι ας μην μπορούσε να της αντισταθεί. Όταν ζούσε στο Νησί της Χαράς αποκαλούσε τον εαυτό του «ιππότη που αμάρτησε». Μπορεί να μετανόησε τελικά και να πέθανε ιερωμένος και άγγελοι να τον συνόδευαν όταν περνούσε τις πύλες του ουρανού, όμως άφησε πίσω του κληρονομιά το πιό διάσημο από τα όπλα του.
Γιατί η μαύρη ασπίδα του με την ασημένια εστεμμένη βασίλισσα και τον ιππότη που γονατίζει στα πόδια της είναι το σύμβολο της εγκόσμιας ιπποσύνης.
Ουράνια και επίγεια ιπποσύνη θα ξανασυναντηθούν στο Βασίλειο του Καλοκαιριού.
Βαθιά μέσα στο φοβερό βουνό, στον άξονα του κόσμου, κοιμάται ο Βασιλιάς του Καλοκαιριού και περιμένει να σημάνει η ώρα της μεγάλης μάχης. Τότε, στην ώρα της ανάγκης θα καλέσει στα όπλα την παλαιά φρουρά.
Και στην τελευταία μάχη η Ιπποσύνη θα ξαναγίνει μία και η μαύρη ασπίδα του Λάνσελοτ θα πάρει τη θέση της δίπλα στην λευκή ασπίδα του Γκάλαχαντ με τον κόκκινο σταυρό. Και πατέρας και γιός θα καλπάζουν δεξιά και αριστερά του Αρθούρου κάτω από την ιερή, πολεμική μας σημαία.
Και στη σημαία, ο Ανίκητος Ήλιος θα δοξάζει το κάλλος του Αισθητού Κόσμου και θα ενώνει την αμαρτωλή Γη με τον άσπιλο Ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.