Ο συγγραφέας:
Ο Βασίλειος Ανδρ. Τσιρίμπας, Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, διετέλεσε Διευθυντής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στα έργα του, δημοσιευμένα στα Ελληνικά και Γερμανικά, συγκαταλέγονται μελέτες για την Παιδεία καθώς και μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Ο Βασίλειος Ανδρ. Τσιρίμπας, Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, διετέλεσε Διευθυντής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στα έργα του, δημοσιευμένα στα Ελληνικά και Γερμανικά, συγκαταλέγονται μελέτες για την Παιδεία καθώς και μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Α. Ο ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΩΣ ΙΔΕΩΔΕΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Όπως κάθε επιστήμη, τέχνη και φιλοσοφική θεωρία, έτσι και ο εθνικοσοσιαλισμός ως θεωρία και πράξη έχει την αρχή του στους ενδόξους προγόνους μας. Οι προπάτορές μας ήσαν αναμφίβολα οι πρώτοι εθνικοσοσιαλιστές (έθνος και κοινωνισμός). Αυτό γίνεται καταφανές από τα γραπτά μνημεία της φιλολογίας μας. Αν αναδιφήσουμε σ' αυτά, θα δούμε ότι από την ομηρική εποχή μέχρι το χρυσό αιώνα του Περικλή, ο Έλληνας κατείχετο από δύο μεγάλες αρετές, την αγάπη προς τους συνανθρώπους και την αγάπη προς την πατρίδα, με την οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη και η θρησκεία. Η διαμόρφωση των δύο αυτών θείων αρετών ακολούθησε στους Έλληνες μιαν ανοδική πορεία: άρχισαν δηλαδή από μια πρωτόγονη μορφή φιλανθρωπίας και φιλοπατρίας και βαθμηδόν, με την πρόοδο της πνευματικής τους εξελίξεως, έφθασαν στην εποχή του Πλάτωνα στο τελειότατο είδος του εθνικοσοσιαλισμού.
Έτσι λοιπόν, κατά την ομηρική περίοδο κατά την οποίαν η ύπαρξη ενός λαού βρισκόταν στην κόψη του ξίφους, η δε αξία του ανθρώπου μετριόταν με το μέγεθος των πολεμικών του κατορθωμάτων, το κατ' εξοχήν γνώρισμα του Έλληνα ήταν αφ' ενός μεν η ευβουλία (φρόνηση), αυτή που προέρχεται από την πολυπειρία και που εκδηλώνεται με τη δύναμη του λόγου, αφ'ετέρου δε η πολεμική δραστηριότητα.«Αμφότερον βασιλεύς τ' αγαθός κρατερός τ' αιχμήτης», δηλαδή «βασιλιάς καλός και ανδρείος πολέμαρχος συνάμα», είναι ο χαρακτηρισμός τον οποίον έκανε η Ελένη για τον βασιλέα των ανδρών Αγαμέμνονα. Και ο Φοίνιξ το ίδιο συνέστησε στο μαθητή του Αχιλλέα. «Μύθων τε ρηρήρ έμεναι πρηκτήρα τε έργων», δηλαδή να είναι «και των λόγων καλός ομιλητής και των έργων εκτελεστής».
Όποιος την εποχή αυτή «ούτε ποτ' εν πολέμω εναρίθμιος ουτ' ενί βουλή»
Δηλαδή δεν μετρούσε ούτε στον πόλεμο ούτε σε κάποια σκέψη, περιφρονείτο ως άχρηστος όπως ο κάθε καμπούρης Θερσίτης. Οι Ευγενείς του Ομήρου έπρεπε να είναι σώφρονες, να διαθέτουν μεγάλη πείρα της ζωής, όπως ο Νέστωρ και ο Οδυσσέας και να μάχονται και να αγωνίζονται για το βραβείο της αρετής. Η αρετή αυτή δεν ήταν άλλη από εκείνη που ο Πηλέας συμβούλεψε το γυιό του που είναι ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος Έλληνα της Ομηρικής Ελλάδος, να έχει: «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» δηλαδή «να είσαι πάντοτε άριστος και ανώτερος από τους άλλους». Οι ομηρικοί Έλληνες ατένιζαν τη δόξα και ποθούσαν την υστεροφημία. Γι' αυτό και νικώντας και νικώμενοι στη μάχη εύχονταν να πέσουν δοξασμένοι ώστε ν' αφήσουν μια καλή ανάμνηση στους νεώτερους.
«μη μαν ασπουδί γε και ακλειώς απολοίμην αλλά μέγα ρέξας τι και εσσομένοισι πυθέσθαι», εύχεται ο Έκτωρ, δηλαδή «μακάρι, βέβαια, να μη χαθώ σαν ανάξιος και χωρίς φήμη, αλλά αφού κάνω κάτι μεγάλο, που θα το μάθουν οι μεταγενέστεροι».
Πρέπει όμως εδώ να παρατηρήσουμε ότι η πολεμική δραστηριότητα, το πολεμικό αυτό μένος ήταν περισσότερο ένα είδος ατομικής παλληκαριάς που δεν είχε καμία ή έστω είχε ελάχιστη σχέση με τη συνειδητή και εκούσια αυτοθυσία υπέρ του συνόλου.
Αλλά το αυτοσυναίσθημα τούτο της παλληκαριάς ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με μια γλυκύτητα ήθους, με μια πραότητα και μεγαλοκαρδία απέναντι στους φίλους συνανθρώπους. Ένας ωραίος ιπποτισμός διέκρινε τους ομηρικούς ευγενείς μας. Σεβασμός στους αξιωματούχους της πόλης (πόλις= Κράτος), σεβασμός προς κάθε αδύνατο άνθρωπο, προς τις γυναίκες, τους υπηρέτες, τους φίλους. Φιλία και πιστή τήρηση των όρκων αποτελούν αδιαφιλονίκητα τεκμήρια του ομηρικού ιπποτικού Ελληνισμού.
Όχι πολύ αργότερα, ο ασκραίος ποιητής Ησίοδος θέλοντας να μετριάσει αυτό το ομηρικό πολεμικό μένος ύμνησε την αξία της εργασίας και της δικαιοσύνης για να θέσει ασφαλέστερα τα θεμέλια της φιλανθρωπίας και της πραγματικής κοινωνικής ευτυχίας. Δίδαξε ότι χωρίς δικαιοσύνη είναι αδύνατον να υπάρξει κοινωνία. Οι σχέσεις με τους συνανθρώπους πρέπει να διέπονται απαραίτητα απ' αυτήν. Η διδασκαλία αυτή του Ησιόδου για την εργασία και τη δικαιοσύνη καθορίζει λεπτομερώς τις αγαθές κοινωνικές σχέσεις των ατόμων μιας ευνομούμενης πολιτείας. Αργότερα, στην εποχή του Τυρταίου, του βάρδου αυτού του σπαρτιατικού λαού, υμνήθηκε πάλι το ομηρικό ιδεώδες, αλλά τώρα σε τελειότερη μορφή. Συνδέθηκε δηλαδή συνειδητά πλέον ο ηρωικός ιπποτισμός με το συμφέρον του συνόλου και τέθηκε στην υπηρεσία της Ιδέας της Πατρίδος.
«ηυνόν δ' εσθλόν τούτο ποληί τε παντί τε δήμω όστις ανήρ διαβάς εν προμάχοισι μένη», δηλαδή «για την πόλη και για όλον τον λαό κοινό και καλό είναι τούτο: όποιος άνδρας περνά στην πρώτη γραμμή της μάχης, εκεί να μένει σταθερός».
Στο επιγραμματικό αυτό δίστιχο καθορίζεται, όπως λέει ο W. Jager, το κριτήριο με το οποίο πρέπει να δοκιμάζεται κάθε αληθινή αρετή, και τούτο το κριτήριο είναι μόνο το κοινό καλό του Κράτους. Σύμφωνα με το ιδεώδες αυτό, κάθε πολίτης πρέπει να ζει, να εργάζεται, να αγωνίζεται και να θυσιάζεται για το σύνολο, για το συμφέρον της Πατρίδος. Ατομικά συμφέροντα και ατομικοί υπολογισμοί δεν πρέπει να υπάρχουν στο άτομο, το οποίο σε κάθε του βήμα και κάθε του ενέργεια πρέπει να οραματίζεται την πατρίδα του. Η νεολαία πρέπει να διαπαιδαγωγείται σύμφωνα μ' αυτό για να καταστεί δυνατόν το να αποτελείται το Κράτος μόνον από εθνικούς ήρωες. Ευτυχής ήταν κατά τον Τυρταίο ο άνθρωπος εκείνος τον οποίον «αριστεύοντα μένοντα τε μαρνάμενον τε γης πέρι και παίδων», δηλαδή, αφού γίνει γενναίος πολεμώντας και μένοντας σταθερός στη μάχη για την πατρώα γη και για τα παιδιά, θ' άρπαζε στους κόλπους του ο θεός του πολέμου, διότι το ένδοξο όνομά του θα μείνει αλησμόνητο, και ο νεκρός «υπό γης περ εών γίγνεται αθάνατος» όταν, δηλαδή, βρεθεί κάτω από τη γη, γίνεται αθάνατος.
Αυτό ήταν το καθαρά εθνικιστικό ιδεώδες με το οποίο διαπαιδαγωγήθηκαν οι Σπαρτιάτες και έγιναν πραγματικοί εθνικοί ήρωες, άξιοι κάθε θαυμασμού.
Και ο Πίνδαρος αργότερα, εξήρε το αγωνιστικό ιδεώδες υπό τη μορφή του sport σε συνδυασμό με την πνευματική μόρφωση, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος αφ' ενός μεν να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνικής ζωής, αφ' ετέρου δε να είναι σωματικά σε θέση να υπερασπίσει και την ατομική του τιμή και την τιμή της πατρίδος.
Και οι τραγικοί ποιητές μας εξύμνησαν τη μόρφωση του ατόμου σε τέλειο πολίτη. Η τελειότητα αυτή συνίστατο στην απόκτηση των πέντε θεμελιωδών για τη ζωή αρετών, της σοφίας, της ανδρείας, της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης και της ευσεβείας (οσιότητος).
Όπως κάθε επιστήμη, τέχνη και φιλοσοφική θεωρία, έτσι και ο εθνικοσοσιαλισμός ως θεωρία και πράξη έχει την αρχή του στους ενδόξους προγόνους μας. Οι προπάτορές μας ήσαν αναμφίβολα οι πρώτοι εθνικοσοσιαλιστές (έθνος και κοινωνισμός). Αυτό γίνεται καταφανές από τα γραπτά μνημεία της φιλολογίας μας. Αν αναδιφήσουμε σ' αυτά, θα δούμε ότι από την ομηρική εποχή μέχρι το χρυσό αιώνα του Περικλή, ο Έλληνας κατείχετο από δύο μεγάλες αρετές, την αγάπη προς τους συνανθρώπους και την αγάπη προς την πατρίδα, με την οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη και η θρησκεία. Η διαμόρφωση των δύο αυτών θείων αρετών ακολούθησε στους Έλληνες μιαν ανοδική πορεία: άρχισαν δηλαδή από μια πρωτόγονη μορφή φιλανθρωπίας και φιλοπατρίας και βαθμηδόν, με την πρόοδο της πνευματικής τους εξελίξεως, έφθασαν στην εποχή του Πλάτωνα στο τελειότατο είδος του εθνικοσοσιαλισμού.
Έτσι λοιπόν, κατά την ομηρική περίοδο κατά την οποίαν η ύπαρξη ενός λαού βρισκόταν στην κόψη του ξίφους, η δε αξία του ανθρώπου μετριόταν με το μέγεθος των πολεμικών του κατορθωμάτων, το κατ' εξοχήν γνώρισμα του Έλληνα ήταν αφ' ενός μεν η ευβουλία (φρόνηση), αυτή που προέρχεται από την πολυπειρία και που εκδηλώνεται με τη δύναμη του λόγου, αφ'ετέρου δε η πολεμική δραστηριότητα.«Αμφότερον βασιλεύς τ' αγαθός κρατερός τ' αιχμήτης», δηλαδή «βασιλιάς καλός και ανδρείος πολέμαρχος συνάμα», είναι ο χαρακτηρισμός τον οποίον έκανε η Ελένη για τον βασιλέα των ανδρών Αγαμέμνονα. Και ο Φοίνιξ το ίδιο συνέστησε στο μαθητή του Αχιλλέα. «Μύθων τε ρηρήρ έμεναι πρηκτήρα τε έργων», δηλαδή να είναι «και των λόγων καλός ομιλητής και των έργων εκτελεστής».
Όποιος την εποχή αυτή «ούτε ποτ' εν πολέμω εναρίθμιος ουτ' ενί βουλή»
Δηλαδή δεν μετρούσε ούτε στον πόλεμο ούτε σε κάποια σκέψη, περιφρονείτο ως άχρηστος όπως ο κάθε καμπούρης Θερσίτης. Οι Ευγενείς του Ομήρου έπρεπε να είναι σώφρονες, να διαθέτουν μεγάλη πείρα της ζωής, όπως ο Νέστωρ και ο Οδυσσέας και να μάχονται και να αγωνίζονται για το βραβείο της αρετής. Η αρετή αυτή δεν ήταν άλλη από εκείνη που ο Πηλέας συμβούλεψε το γυιό του που είναι ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος Έλληνα της Ομηρικής Ελλάδος, να έχει: «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» δηλαδή «να είσαι πάντοτε άριστος και ανώτερος από τους άλλους». Οι ομηρικοί Έλληνες ατένιζαν τη δόξα και ποθούσαν την υστεροφημία. Γι' αυτό και νικώντας και νικώμενοι στη μάχη εύχονταν να πέσουν δοξασμένοι ώστε ν' αφήσουν μια καλή ανάμνηση στους νεώτερους.
«μη μαν ασπουδί γε και ακλειώς απολοίμην αλλά μέγα ρέξας τι και εσσομένοισι πυθέσθαι», εύχεται ο Έκτωρ, δηλαδή «μακάρι, βέβαια, να μη χαθώ σαν ανάξιος και χωρίς φήμη, αλλά αφού κάνω κάτι μεγάλο, που θα το μάθουν οι μεταγενέστεροι».
Πρέπει όμως εδώ να παρατηρήσουμε ότι η πολεμική δραστηριότητα, το πολεμικό αυτό μένος ήταν περισσότερο ένα είδος ατομικής παλληκαριάς που δεν είχε καμία ή έστω είχε ελάχιστη σχέση με τη συνειδητή και εκούσια αυτοθυσία υπέρ του συνόλου.
Αλλά το αυτοσυναίσθημα τούτο της παλληκαριάς ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με μια γλυκύτητα ήθους, με μια πραότητα και μεγαλοκαρδία απέναντι στους φίλους συνανθρώπους. Ένας ωραίος ιπποτισμός διέκρινε τους ομηρικούς ευγενείς μας. Σεβασμός στους αξιωματούχους της πόλης (πόλις= Κράτος), σεβασμός προς κάθε αδύνατο άνθρωπο, προς τις γυναίκες, τους υπηρέτες, τους φίλους. Φιλία και πιστή τήρηση των όρκων αποτελούν αδιαφιλονίκητα τεκμήρια του ομηρικού ιπποτικού Ελληνισμού.
Όχι πολύ αργότερα, ο ασκραίος ποιητής Ησίοδος θέλοντας να μετριάσει αυτό το ομηρικό πολεμικό μένος ύμνησε την αξία της εργασίας και της δικαιοσύνης για να θέσει ασφαλέστερα τα θεμέλια της φιλανθρωπίας και της πραγματικής κοινωνικής ευτυχίας. Δίδαξε ότι χωρίς δικαιοσύνη είναι αδύνατον να υπάρξει κοινωνία. Οι σχέσεις με τους συνανθρώπους πρέπει να διέπονται απαραίτητα απ' αυτήν. Η διδασκαλία αυτή του Ησιόδου για την εργασία και τη δικαιοσύνη καθορίζει λεπτομερώς τις αγαθές κοινωνικές σχέσεις των ατόμων μιας ευνομούμενης πολιτείας. Αργότερα, στην εποχή του Τυρταίου, του βάρδου αυτού του σπαρτιατικού λαού, υμνήθηκε πάλι το ομηρικό ιδεώδες, αλλά τώρα σε τελειότερη μορφή. Συνδέθηκε δηλαδή συνειδητά πλέον ο ηρωικός ιπποτισμός με το συμφέρον του συνόλου και τέθηκε στην υπηρεσία της Ιδέας της Πατρίδος.
«ηυνόν δ' εσθλόν τούτο ποληί τε παντί τε δήμω όστις ανήρ διαβάς εν προμάχοισι μένη», δηλαδή «για την πόλη και για όλον τον λαό κοινό και καλό είναι τούτο: όποιος άνδρας περνά στην πρώτη γραμμή της μάχης, εκεί να μένει σταθερός».
Στο επιγραμματικό αυτό δίστιχο καθορίζεται, όπως λέει ο W. Jager, το κριτήριο με το οποίο πρέπει να δοκιμάζεται κάθε αληθινή αρετή, και τούτο το κριτήριο είναι μόνο το κοινό καλό του Κράτους. Σύμφωνα με το ιδεώδες αυτό, κάθε πολίτης πρέπει να ζει, να εργάζεται, να αγωνίζεται και να θυσιάζεται για το σύνολο, για το συμφέρον της Πατρίδος. Ατομικά συμφέροντα και ατομικοί υπολογισμοί δεν πρέπει να υπάρχουν στο άτομο, το οποίο σε κάθε του βήμα και κάθε του ενέργεια πρέπει να οραματίζεται την πατρίδα του. Η νεολαία πρέπει να διαπαιδαγωγείται σύμφωνα μ' αυτό για να καταστεί δυνατόν το να αποτελείται το Κράτος μόνον από εθνικούς ήρωες. Ευτυχής ήταν κατά τον Τυρταίο ο άνθρωπος εκείνος τον οποίον «αριστεύοντα μένοντα τε μαρνάμενον τε γης πέρι και παίδων», δηλαδή, αφού γίνει γενναίος πολεμώντας και μένοντας σταθερός στη μάχη για την πατρώα γη και για τα παιδιά, θ' άρπαζε στους κόλπους του ο θεός του πολέμου, διότι το ένδοξο όνομά του θα μείνει αλησμόνητο, και ο νεκρός «υπό γης περ εών γίγνεται αθάνατος» όταν, δηλαδή, βρεθεί κάτω από τη γη, γίνεται αθάνατος.
Αυτό ήταν το καθαρά εθνικιστικό ιδεώδες με το οποίο διαπαιδαγωγήθηκαν οι Σπαρτιάτες και έγιναν πραγματικοί εθνικοί ήρωες, άξιοι κάθε θαυμασμού.
Και ο Πίνδαρος αργότερα, εξήρε το αγωνιστικό ιδεώδες υπό τη μορφή του sport σε συνδυασμό με την πνευματική μόρφωση, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος αφ' ενός μεν να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνικής ζωής, αφ' ετέρου δε να είναι σωματικά σε θέση να υπερασπίσει και την ατομική του τιμή και την τιμή της πατρίδος.
Και οι τραγικοί ποιητές μας εξύμνησαν τη μόρφωση του ατόμου σε τέλειο πολίτη. Η τελειότητα αυτή συνίστατο στην απόκτηση των πέντε θεμελιωδών για τη ζωή αρετών, της σοφίας, της ανδρείας, της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης και της ευσεβείας (οσιότητος).
Ο ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΩΣ ΙΔΕΩΔΕΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τον τίτλο καταλαβαίνει κανείς την ασχετοσύνη του συγγραφέως. Σαν να λέμε ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΞΕΡΞΗ.
Καταλαβαίνετε γιατί κανείς δεν παίρνει τους εθνικοσοσιαλιστές σοβαρά;
Και απο αυτό που θα σου πώ καταλβαίνει κανείς την δικιά σου ασχετοσύνη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια ανέλυσε τη λέξη.
Εθνικοκοινωνισμός, σημαίνει εθνικοσοσιαλισμός.