Στα 479 π.Χ. έγινε στις Πλαταιές η μεγάλη, ένδοξη για τους Έλληνες μάχη, που στάθηκε η τελευταία των μηδικών πολέμων στην αρχαία Ελλάδα.
Μετά από την ατυχία του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Ξέρξης, αφήνοντας το Μαρδόνιο στη Θεσσαλία, έφυγε για την Περσία. Ο Μαρδόνιος προσπάθησε να συνεννοηθεί με τους Αθηναίους, προτείνοντάς τους να συμμαχήσουν μαζί του με διάφορα ανταλλάγματα…
Οι Αθηναίοι όμως αρνήθηκαν περήφανα κι έτσι ο Μαρδόνιος με τους 300.000 στρατιώτες του στρατοπέδεψε στην κοιλάδα του Ασωπού, κοντά στις Πλαταιές.
Με αρχηγό το Σπαρτιάτη Παυσανία, οι ελληνικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Ελευσίνα (110.000 Έλληνες ή, σύμφωνα μ’ άλλους ιστορικούς, μόνο 37.000). Με τον στρατό των Σπαρτιατών είχαν ενωθεί κάπου 3.000 Μεγαρίτες και αργότερα 8.000 Αθηναίοι. Πίσω από τους Σπαρτιάτες ακολουθούσαν πολλές χιλιάδες από την Πελοπόννησο. Κι όσο προχωρούσαν προς τη Βοιωτία, στρατός όλο και μεγάλωνε, ώσπου έφθασε στις Πλαταιές.
Ο Μαρδόνιος που είχε τριακόσιες χιλιάδες πολεμιστές – τριπλάσιους από τους Έλληνες κι ίσως και πιο πολλούς, όταν έμαθε ότι οι Έλληνες έρχονταν να τον συναντήσουν, ανάπτυξε το στρατό του στην κοιλάδα του Ασωπού ποταμού. Αν οι Έλληνες έμπαιναν στην κοιλάδα, θα έστελνε εναντίον τους το ιππικό και τότε η νίκη του θα ήταν σίγουρη.
Μα οι Έλληνες δεν ήταν κουτοί. Συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στους πρόποδες του Κιθαιρώνα και περίμεναν.
Ο Μαρδόνιος, ίσως για να τους αναγκάσει να μπουν στη μάχη, έστειλε έναντίον τους κάπου δυο χιλιάδες ιππείς, στο κέντρο του μετώπου όπου βρίσκονταν οι Μεγαρίτες. Εκείνοι δυσκολεύτηκαν ν’ αποκρούσουν την επίθεση του Περσικού ιππικού και ζήτησαν βοήθεια. Τρακόσιοι εθελοντές Αθηναίοι έτρεξαν να τους βοηθήσουν, μπήκαν με ορμή στη μάχη κι όταν σκότωσαν τον αρχηγό των Περσών καβαλάρηδων, τον Μασίστιο, οι άλλοι τρομοκρατήθηκαν και υποχώρησαν με πολλές απώλειες. Μα οι Έλληνες δεν τους ακολούθησαν στην κοιλάδα για να μην πέσουν στην παγίδα του Μαρδόνιου.
Δώδεκα ολόκληρες μέρες πέρασαν χωρίς να αρχίσει η μάχη. Ο Μαρδόνιος περίμενε να επιτεθούν πρώτοι οι Έλληνες κι όταν πια έχασε την υπομονή του, στις 4 Αυγούστου του 479 π.Χ. επιτέθηκε αιφνιδιαστικά.
Χιλιάδες ιππείς όρμησαν εναντίον των Ελλήνων, με άγριες κραυγές. Οι Έλληνες οπισθοχώρησαν για ν’ αμυνθούν στους λόφους του Κιθαιρώνα, μα δεν είχαν συνεννοηθεί καλά. Ακολούθησε μια σύγχυση και οι Αθηναίοι αντί να γυρίσουν πίσω, προχώρησαν προς την κοιλάδα. Έτσι, οι Σπαρτιάτες με τους Πελοποννήσιους έμειναν μόνοι τους.
Οι Πέρσες, που δεν πήραν είδηση τους Αθηναίους γιατί τους έκρυβε ένας λόφος, επιτέθηκαν όλοι μαζί εναντίον των Σπαρτιατών. Ύστερα από υπεράνθρωπη προσπάθεια οι Σπαρτιάτες ταμπουρώθηκαν σ’ ένα λόφο, Κοντά στο ναό του Ηρακλή. Χιλιάδες βέλη σφύριζαν γύρω τους αλλά δεν είχαν πολλά θύματα, γιατί είχαν κρυφτεί πίσω από τις πέτρες. Και, σ’ αυτή την ανώμαλη περιοχή, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν τ’ άλογα κι έτσι θ’ αντιμετώπιζαν μόνο το Περσικό πεζικό.
Πρώτοι οι Τεγεάτες αποφάσισαν ν’ αφήσουν την άμυνα και να επιτεθούν. Ακολούθησαν οι Σπαρτιάτες. Άγριοι, σκληραγωγημένοι και ανδρείοι πολεμιστές, όρμησαν εναντίον των Περσών και χωρίς δυσκολία έσπασαν τη γραμμή τους. Σαν στάχια που τα θερίζει το δρεπάνι έπεφταν νεκροί οι πολεμιστές του Μαρδόνιου. Κι όταν οι Σπαρτιάτες προχώρησαν προς την κοιλάδα, για να τους αντιμετωπίσουν οι έντρομοι οι Πέρσες σχημάτισαν ένα τείχος με τις ασπίδες τους.
Αλλά, αυτό δεν ήταν μεγάλο εμπόδιο για τους Σπαρτιάτες. Μπήκαν ανάμεσα στο τείχος των ασπίδων και συνέχισαν την άγρια σφαγή. Ο πανικός κυρίευσε σ’ όλο το μέτωπο τους Πέρσες και άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν.
Μόνοι τους σχεδόν οι Σπαρτιάτες, κατάφεραν να συντρίψουν μια ολόκληρη στρατιά! Από τις τριακοσιες χιλιάδες Πέρσες πολεμιστές, γλύτωσαν κάπου πενήντα χιλιάδες! Και αυτούς τους γλίτωσε η νύχτα και η κούραση των Σπαρτιατών.
Οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να σπάσουν την τελευταία αντίσταση των Περσών, καθώς είχαν συγκεντρώσει ένα πυκνό ανθρώπινο τείχος γύρω από το Μαρδόνιο. Στην ορμή των Ελλήνων διαλύθηκε το τείχος και βρήκε οικτρό θάνατο και ο ίδιος ο Μαρδόνιος. Η συντριβή των Περσών ήταν ολοκληρωτική.
Ένας από τους Αιγινήτες πολεμιστές που πήραν μέρος στη μάχη των Πλαταιών και ονομαζόταν Λάμπων, όταν είδε νεκρό το Μαρδόνιο, είπε στον Παυσανία:
- Πήρατε μεγάλη εκδίκηση εσείς οι Σπαρτιάτες σήμερα, για το θάνατο του βασιλιά σας και των τριακοσίων πολεμιστών σας στις Θερμοπύλες. Τ’ όνομά σου γι’ αυτό το κατόρθωμα θα μείνει αθάνατο στην ιστορία. Αλλά, σου μένει ακόμη να κάνεις κάτι άλλο για να εκδικηθείς την ατίμωση του Λεωνίδα. Να κόψεις το κεφάλι του Μαρδόνιου και να το στήσεις πάνω σ’ ένα κοντάρι, όπως έκανε και κείνος με το κεφάλι του νεκρού βασιλιά σας.
- Σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή σου Αιγινήτη, του απάντησε ήρεμος και περήφανος ο Παυσανίας. Ξέχασες όμως ότι τέτοιες πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες έχουν μάθει να σέβονται τους νεκρούς και να μη τους ατιμάζουν, έστω και αν είναι οι χειρότεροι και πιο μισητοί εχθροί τους. Έτσι τελείωσε η μεγάλη και κρίσιμη αυτή μάχη. Στις Πλαταιές διαλύθηκε μαζί με το στρατό του Μαρδόνιου και το τελευταίο όνειρο του Ξέρξη να κυριεύσει την Ελλάδα!
Από τότε η πόλη των Πλαταιών κηρύχτηκε ιερή και απαραβίαστη και, αφού ξαναχτίστηκε με τη βοήθεια των Αθηναίων, έζησε μέχρι τα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου ειρηνικά και ήσυχα. Οι Πλαταιείς, για την αντρεία που έδειξαν, τιμήθηκαν με βραβείο αντρείας και πήραν και χρηματική αμοιβή 80 τάλαντα.
Ένα μνημείο σε σχήμα χάλκινων φίδων (Στήλη των Όφεων) δημιουργήθηκε από περσικά όπλα, τα οποία έγιναν λάφυρα των Ελλήνων μετά τη λεηλασία στους Δελφούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το μνημείο συμβόλιζε τη συμμετοχή όλων των ελληνικών πόλεων-κρατών στο πόλεμο. Οι περισσότερες στήλες βρίσκονταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, τις οποίες πρόσεχε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας.
Η νίκη στη ναυμαχία της Μυκάλης
Την ίδια μέρα που οι Πέρσες ηττήθηκαν στις Πλαταιές, υπέστησαν άλλη μια ήττα στη Μυκάλη της Ιωνίας. Ενώ ο ελληνικός στόλος, κάτω από τις διαταγές του Σπαρτιάτη Λευτυχίδη βρισκόταν στη Δήλο, τρεις άνδρες έφτασαν από τη Σάμο με ένα μήνυμα· οι άνδρες αυτοί ήταν ο Λάμπωνας, γιος του Θρασυκλή, ο Αθηναγόρας, γιος του Αρχεστρατίδη, και ο Ηγησίστρατος, γιος του Αρισταγόρα, που είχαν σταλεί από τους Σαμίους κρυφά από τους Πέρσες και το Θεομήστορα, το γιο του Ανδροδάμαντα, τον οποίο είχαν ορίσει οι Πέρσες τύραννο. Αυτοί, λοιπόν, παρουσιάστηκαν στους διοικητές του στόλου κι ο Ηγησίστρατος τους έκανε έκκληση με κάθε είδους επιχειρήματα, δηλώνοντας ότι η θέα και μόνο του ελληνικού ναυτικού θα ήταν αρκετή ενθάρρυνση, για να εξεγερθούν οι Ίωνες κι ότι οι Πέρσες δε θα τολμούσαν να αντισταθούν ή, αν το έκαναν, θα έδιναν στους Έλληνες ένα έπαθλο πιο πολύτιμο απ’ οποιοδήποτε είχαν ελπίδα να κερδίσουν ποτέ. Έπειτα, στο όνομα όλων των κοινών Θεών, τους παρότρυνε να σώσουν τους Ίωνες, που είχαν ίδιο αίμα μ’ αυτούς, από τη σκλαβιά και να διώξουν τον ξένα. Και πρόσθεσε: «Θα είναι αρκετά εύκολο, γιατί τα περσικά πλοία είναι αδέξια και πολύ κατώτερα από τα δικά σας. Επιπλέον, αν μας υποψιάζεστε για προδότες, είμαστε πρόθυμοι παραδοθούμε ως όμηροι και να πλεύσουμε μαζί σας».
Το καλοκαίρι του 479 π.Χ., οι Έλληνες συνάντησαν τον στρατό του Μαρδόνιου στη μάχη των Πλαταιών. Παράλληλα, ο ελληνικός στόλος έπλευσε στη Σάμο, όπου κατέστρεψε τα απομεινάρια του περσικού στόλου. Οι Πέρσες μετέφεραν, τότε, τον στόλο τους στη Μυκάλη, όπου υπήρχε περσικό πεζικό. Ο Λεωτυχίδης, αρχηγός του ελληνικού στόλου, αποφάσισε να επιτεθεί στους Πέρσες. Αν και οι Πέρσες πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, οι βαριά τεθωρακισμένα Έλληνες οπλίτες αποδείχθηκαν ανώτεροι στον αγώνα, και ανάγκασαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Τότε οι Ίωνες επιτέθηκαν στο Περσικό στρατόπεδο και κατέσφαξαν τους Πέρσες ενώ τα περσικά πλοία καταλήφθηκαν και πυρπολήθηκαν από τον ελληνικό στόλο. Η καταστροφή του περσικού στόλου στη Μυκάλη, σε συνδυασμό με την ήττα του Μαρδόνιου στις Πλαταιές, η οποία έγινε την ίδια μέρα, έφεραν το τέλος της περσικής εισβολής στην Ελλάδα. Μετά τη μάχη των Πλαταιών και τη ναυμαχία της Μυκάλης αρχίζει μια νέα φάση των Περσικών πολέμων, όπου την υπεροχή έχουν οι Έλληνες.